- σάρι
- σάρι, τό, pl. σάρια, an Egyptian water-plant,A Cyperus auricomus, Thphr.HP4.8.5: called saripha in Plin.HN13.128.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σάρι — τὸ, Α είδος φυτού στην Αίγυπτο που αναπτυσσόταν σε υγρούς τόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. σίσαρον*] … Dictionary of Greek
σαρί — το, Ν ποικιλία τού φυτού τού καπνού, τής οποίας τα φύλλα έχουν πολύ έντονο κίτρινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για λ. τουρκικής προελεύσεως] … Dictionary of Greek
σαρίσας — σαρί̱σᾱς , σάρισα sarissa fem acc pl σαρί̱σᾱς , σάρισα sarissa fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρισῶν — σαρῑσῶν , σάρισα sarissa fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρίσαις — σαρί̱σαις , σάρισα sarissa fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρίσης — σαρί̱σης , σάρισα sarissa fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρίσῃ — σαρί̱σῃ , σάρισα sarissa fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρισα — σάρῑσα , σάρισα sarissa fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρισαι — σάρῑσαι , σάρισα sarissa fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρισαν — σάρῑσαν , σάρισα sarissa fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… … Dictionary of Greek